διαπνευστός

διαπνευστός
-ή, -ό (Α διαπνευστός, -ή, -όν)
ο πτητικός, αυτός που εύκολα εξαερώνεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπνευστός — easily dissipated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάπνευστος — εὐδιάπνευστος, ον (Α) 1. ο ευδιάπνους* 2. αυτός που ιδρώνει εύκολα («τὸ δέρμα εὐδιάπνευστον ἐργάζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπνευστός (< διαπνέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”